ἀχθοφόροι

ἀχθοφόροι
ἀχθοφόρος
bearing burdens
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • MULI — insititii nempeilli, qui hominum operâ procreantur, asinô equae admissô, quando et ubi primum coeperint, incertum. Id vero liquet, illorum iam in antiquissimis Graecorum Fabulis fieri mentionem. Sic Homeri Il. α. v. 50. pestis ab Apolline immissa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σέρπα — Ύφαλος που βρίσκεται κοντά στο ακρότατο βόρειο σημείο της Κέρκυρας. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γάλλοι είχαν αποκλείσει το βόρειο τμήμα της Κερκυραϊκής θάλασσας τοποθετώντας υποβρύχιο φράγμα (δίκτυο) που έφτανε από τον ύφαλο Σέρπα μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • κούλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 101 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. * * * οι (στο παρελθόν) 1. ονομασία Ινδών και Κινέζων, κυρίως, αλλά και άλλων Ασιατών, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • νωμίτης — ο [νώμος] 1. το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν 2. κομμάτι χοντρού υφάσματος το οποίο τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”